λεπτόμιτος

λεπτόμιτος
λεπτό-μῐτος, ον,
A of fine threads,

φάρος E.Andr.831

(lyr.);

νεφέλη AP6.11

(Satyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόμιτος — λεπτόμιτος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από λεπτούς μίτους, ο υφασμένος με λεπτές κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. εύ μιτος, πολύ μιτος)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόμιτον — λεπτόμιτος of fine threads masc/fem acc sg λεπτόμιτος of fine threads neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”